- πείσματ'
- πεί̱σματα , πεῖσμαship's cableneut nom/voc/acc plπεί̱σματι , πεῖσμαship's cableneut dat sgπεί̱σματε , πεῖσμαship's cableneut nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεισματ(ι)όδεσμος — ο ναυτ. είδος κόμπου με τον οποίο προσδένεται το πείσμα, η ρεμέντζα, στον πλωτό σημαντήρα τού μόνιμου αγκυροβολίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖσμα, ατος (II) / πεισμάτιον + δεσμός] … Dictionary of Greek
SIRENES — monstra marina, poetarum fabulis celebratissima. Has finxerunt antiqui Acheloi fluminis, ac Terpsichores fuisse filias. NIcander autem l. 3. Mutationum, Melpomenen Sirenum matrem fuisse scribit, alii Steropen, alli Calliopen. Haeigitur siculum… … Hofmann J. Lexicon universale
κανακάρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αθανάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα. Ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και διετέλεσε στην Κωνσταντινούπολη μωραγιάνης και βεκίλης πριν από την έκρηξη της Επανάστασης. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 στην… … Dictionary of Greek
κατεργάρης — ο, θηλ. κατεργάρα και άρισα, ουδ. κατεργάρικο (Μ κατεργάριος και κατεργάρης) πανούργος, δόλιος, παμπόνηρος νεοελλ. 1. (με θωπευτική σημ.) ευφυής, έξυπνος («είδες πώς τά κατάφερε ο κατεργάρης») 2. παροιμ. φρ. «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»… … Dictionary of Greek
κουκουλάρικος — η, ο 1. κατασκευασμένος από μεταξωτό νήμα 2. το ουδ. ως ουσ. το κουκουλάρικο ποικιλία μεταξωτού υφάσματος που κατασκευάζεται στο Σουφλί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουκούλι + κατάλ. άρικος (πρβλ. κλαψ άρικος, πεισματ άρικος)] … Dictionary of Greek
κυνηγάρης — ο, θηλ. α (Μ κυνηγάρης, θηλ. α) 1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.) 2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικός νεοελλ. (συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που… … Dictionary of Greek
λυσσάρης — και λυσσιάρης, άρα, ικο (Μ λυσσάρης και λυσσιάρης, άρα, ικο) αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος νεοελλ. 1. αυτός που οργίζεται εύκολα 2. αυτός που επιζητεί κάτι με μανία, όπως γενετήσιες σχέσεις, κέρδη, την εξόντωση τών αντιπάλων του κ.ά.… … Dictionary of Greek
περαματάρης — και περατάρης, ο 1. αυτός που μεταφέρει επιβάτες με δικό του πλωτό μέσο στην απέναντι όχθη ή ακτή 2. μτφ. (στην ποίηση) ο γερανός που μεταφέρει στις φτερούγες του τα χελιδόνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέραμα, ατος + κατάλ. άρης πρβλ. πεισματ άρης). Ο τ.… … Dictionary of Greek